χρηματόδεμα

χρηματόδεμα
το посылка металлических денег (по почте)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "χρηματόδεμα" в других словарях:

  • χρηματόδεμα — το, Ν σφραγισμένο ταχυδρομικό δέμα που περιέχει χρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρήμα, ατος + δέμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στη Λογοδοσία τού πρυτάνεως πανεπιστημίου] …   Dictionary of Greek

  • χρηματόδεμα — το, ατος σφραγισμένο δέμα που περιέχει χρήματα για να αποσταλούν με το ταχυδρομείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»